- ποσαπλάσιος
- ία , ον во сколько раз больше?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποσαπλάσιος — how many times multiplied? how many fold? masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσαπλάσιος — α, ο / ποσαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλάσιος*, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε πλάσιος (πρβλ. πεντα πλάσιος, εκατοντα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
ποσαπλάσιον — ποσαπλάσιος how many times multiplied? how many fold? masc acc sg ποσαπλάσιος how many times multiplied? how many fold? neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
ποσαπλούς — ή, οῡν, Α ποσαπλάσιος. επίρρ... ποσαπλῶς πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλοῦς (βλ. λ. πλός), κατά το πολλαπλοῦς και τα πολλαπλ. αριθμ. σε πλοῡς (πρβλ. πενταπλοῦς)] … Dictionary of Greek